- ξάρμισμα
- το, -ατοςτο ξαρμύρισμα, η αφαίρεση της αρμύρας: Θέλει ξάρμισμα το τυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξάρμισμα — το βλ. εξαλμύρισμα … Dictionary of Greek
εξαλμύρισμα — και ξαρμύρισμα και ξάρμισμα, το [εξαλμυρίζω] αφαίρεση ή αραίωση τής άλμης … Dictionary of Greek
ξαρμύρισμα — το, ατος αποβολή της αρμύρας, ξάρμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)